δοκιμαστήριος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

German (Pape)

[Seite 653] zum Prüfen gehörig; τὸ δοκιμαστήριον, = δοκιμεῖον, Artemid. 4, 27; Liban.

Greek Monolingual

δοκιμαστήριος, -ον (Μ)
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για δοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοκιμάζω + (κατάλ.) -τήριος].