δυασμός
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
German (Pape)
[Seite 671] ὁ, Paarung, Begattung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
δυασμός: ὁ, ἡ εἰς δύο διαίρεσις, Εὐστ. Πονημ. 205. 20.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
división en dos Nicom.Ar.2.19, Eust.778.16, aplicando teorías etim. a partir del pitagorismo «τολμῆσαν» διάστασις ἐκ δυασμοῦ Eust.370.39, cf. δυάς I 1.
Greek Monolingual
ο (Μ δυασμός, ο και δύασμα, το)
νεοελλ.
χωρισμός σε δύο μέρη, διχασμός
μσν.
συνένωση δύο ατόμων ή πραγμάτων.