τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
το (Μ δυνάμωμα) δυναμώνω1. το να δυναμώνει κάποιος ή κάτι, ισχυροποίηση, ενίσχυση2. αύξηση, ένταση.