ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(AM δυσπιστῶ, -έω)δυσκολεύομαι να πιστέψω, αμφιβάλλω για κάτι.