δυσχάλινος
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Greek (Liddell-Scott)
δυσχάλινος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἰω. Χρυσόστ. 2, 6Β (Migne).
Spanish (DGE)
-ον resistente al freno, indómito ἵππος Chrys.M.49.21.
Greek Monolingual
δυσχάλινος, -ον (Α)
ο δυσχαλίνωτος.