ἐγκαταφυτεύω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
German (Pape)
[Seite 706] darin pflanzen, Sp.
Spanish (DGE)
sembrar, plantar en, fig. implantar σπέρμα κακίας ... τῷ βίῳ Clem.Al.Prot.2.13, cf. Hsch.s.u. ἰνκαφότευε, en v. pas. αἱ ... ἐπ' ἀρετῇ ἀφορμαί Origenes Io.20.38
•injertar fig., en v. pas. ὁ φιλόσοφος ... τῇ χρηστῇ καὶ ἡμέρῳ <ἐγ>καταφυτευθεὶς γνώσει Clem.Al.Strom.6.15.118.
Greek Monolingual
ἐγκαταφυτεύω (Α)
εμφυτεύω, ενσπείρω.