Εγγλέζος
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
ο (θηλ. Εγγλέζα, η)
1. Άγγλος
2. ο σταθερός στον λόγο του ή ακριβής στην ώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όψιμο μσν. Αγκλέζος < ιταλ. Ingleso].