εἰκελόνειρος

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A dream-like, ἀνέρες Ar.Av.687 (anap.).

German (Pape)

[Seite 726] traumähnlich, Ar. Av. 687, ἀνέρες.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκελόνειρος: -ον, εἴκελος, ὅμοιος ὀνείρῳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ressemble à un songe.
Étymologie: εἴκελος, ὄνειρος.

Spanish (DGE)

-ον semejante a un sueño ἀνέρες Ar.Au.687.

Greek Monolingual

εἰκελόνειρος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όνειρο.