ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
ἔγχαλκος, -ον (Α)1. αυτός που έχει χαλκό, χρήματα, ο πλούσιος2. αυτός που αγοράζεται με χρήματα.