εθελοντικός
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον εθελοντή
2. αυτός που αποτελείται από εθελοντές («εθελοντικός στρατός»«).