εκβλάστηση
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
η (AM ἐκβλάστησις)
το να βλαστήσει κάτι, το φύτρωμα
νεοελλ.
1. εκβλαστήσεις
παθολογικά παράγωγα του δέρματος, του βλεννογόνου, τών γεννητικών οργάνων κ.λπ.
2. «αδενοειδείς εκβλαστήσεις» — υπερτροφία τών φαρυγγικών αμυγδαλών που προκαλεί ρινική απόφραξη.