εκβλάστηση
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
η (AM ἐκβλάστησις)
το να βλαστήσει κάτι, το φύτρωμα
νεοελλ.
1. εκβλαστήσεις
παθολογικά παράγωγα του δέρματος, του βλεννογόνου, τών γεννητικών οργάνων κ.λπ.
2. «αδενοειδείς εκβλαστήσεις» — υπερτροφία τών φαρυγγικών αμυγδαλών που προκαλεί ρινική απόφραξη.