εισοδηματίας

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει πολλά εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. rentier). Η λέξη μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Χρόνος].