εκπηδώ

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐκπηδῶ)
πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο
νεοελλ.
εμφανίζομαι ξαφνικά
αρχ.
1. εξορμώ
2. φεύγω κρυφά
3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι
4. εκτοπίζομαι
5. εκτινάσσομαι
6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι.