εκπόρνευση
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek Monolingual
η
1. παρακίνηση σε πορνεία
2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με της πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, του λειτουργήματος κ.λπ.»).