εκχωμάτωση
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
η
ο εκχωματισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκχωματώνω ή εκχωματίζω.
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
η
ο εκχωματισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκχωματώνω ή εκχωματίζω.