ελικτός

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἑλικτός, -ή, -όν
Α και εἱλικτός, -ή, -όν)
1. στριφτός, στριφογυριστός
2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής
αρχ.
(για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές.