ἑλιξοπόρος
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
German (Pape)
[Seite 798] gewundene, krumme Wege wandelnd, Sp., wie Haneth. 4, 437. 467.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): εἱλιξόπορος Man.4.467
1 que gira en movimiento helicoidal σελήνη Man.4.437, 467, ἄτρακτοι Procl.H.1.48.
2 que forma espiral δεσμὸς ἑ. ref. a los zarcillos de la vid, Paul.Sil.Soph.654.
Greek Monolingual
ἑλιξόπορος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί ελικοειδή πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. ελιο- και λιο- (αντί ελαιο-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β' συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στην ελιά ή προέρχεται από αυτήν (ελιόδεντρο, λιόδυλο)].