ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
-ή, -ό (AM ἑλκτικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έλξη, που έχει τη δύναμη να έλκει.