Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
Full diacritics: ἐλᾰφῆ | Medium diacritics: ἐλαφῆ | Low diacritics: ελαφή | Capitals: ΕΛΑΦΗ |
Transliteration A: elaphē̂ | Transliteration B: elaphē | Transliteration C: elafi | Beta Code: e)lafh= |
ἡ,
A deerskin, Poll.7.90.
ἐλαφῆ: ἡ, δέρμα ἐλάφου, ὡς τὸ λεοντῆ, «ἡ δὲ εὔμαρις κοινὸν ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας, βαρβαρικὸν μὲν εὕρημα, ἐξ ἐλαφῆς δὲ πεποιημένον» Πολυδ. Ζ΄, 90, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 320.