εμβρυϊκός
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
-ή, -ό και εμβρυακός, -ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο («εμβρυϊκά κύτταρα»).