έναρθρος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔναρθρος, -ον)
1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων
2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.)
νεοελλ.
αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα με αρθρώσεις («έναρθρος ζυγός, μηχανισμός»)
αρχ.
αυτός που έχει ισχυρά άρθρα, μέλη.
επίρρ...
ενάρθρως
1. με τρόπο έναρθρο, με ευκρινή σύναψη τών φθόγγων
2. γραμμ. με άρθρο.