μηχανισμός
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
ο
1. (μηχανολ.) το σύνολο τών μέσων που χρησιμοποιούνται σε μια μηχανική κατασκευή και τα οποία αποσκοπούν στη μετάδοση και τη διαμόρφωση της κίνησης σε μια μηχανή ή σε ένα σύνολο μηχανικών εξαρτημάτων
2. χημ. η περιγραφή τών διαφόρων σταδίων που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης
3. μτφ. τρόπος της συγκρότησης ή της λειτουργίας ενός οργανισμού («ο μηχανισμός της υπηρεσίας της τράπεζας είναι αρκετά περίπλοκος»)
4. φρ. «μηχανισμοί άμυνας»
(ψυχολ.) γενικός χαρακτηρισμός όλων τών αντιδράσεων ή τών μεθόδων τις οποίες χρησιμοποιεί το «Εγώ» για την προστασία του, όπως είναι λ.χ. η απώθηση, η προβολή, η ενδοβολή και η εξιδανίκευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ισμός (πρβλ. αγγλ. mechanism). Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιω. Μοισιόδακα].