ενερείδω

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐνερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω μέσα σε κάτι, βάζω μέσα, μπήγω («οἱ μέν μοχλόν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξύν ἐπ' ἄκρω, ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν», Ομ. Οδ.)
2. ακουμπώ, στηρίζω
3. προσηλώνω το βλέμμα, στρέφω σε κάτιἐνερείδω τήν ὄψιν τινί», Πλούτ.)
4. (αμτβ.) κείμαι, προσκολλώμαι σε κάποιον, κάθομαι («πεσών ἐνερείσατο γαίῃ» Απολλ. Ρόδ.).