ακουμπώ

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

(-άω) και ακουμπίζω
1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι
2. ξαπλώνω
3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ
4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον
5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου
6. αγγίζω, ψαύω
7. (για χρήματα) α) καταθέτω χρήματα για φύλαξη
β) ειρων. ξοδεύω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προέρχεται από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι». Κατ’ άλλη άποψη η λ. προέρχεται από το ρ. ακουμπίζω με επίδραση του αορ. -ισα.
ΠΑΡ. ακούμπημα, ακούμπι(ο), ακουμπητός].