ενεργειακός

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που είναι σχετικός με την ενέργεια («ενεργειακό πρόβλημα»)
2. φρ. «ενεργειακές τροφές» — τροφές που παρέχουν στον οργανισμό την αναγκαία ενέργεια.