επαρχιώτικος
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό και επαρχιώτικος, -η, -ο επαρχιώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία ή στον επαρχιώτη
2. αυτός που ταιριάζει σε επαρχιώτες («επαρχιώτικες συνήθειες»).
-ή, -ό και επαρχιώτικος, -η, -ο επαρχιώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία ή στον επαρχιώτη
2. αυτός που ταιριάζει σε επαρχιώτες («επαρχιώτικες συνήθειες»).