επαρχιώτικος

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό και επαρχιώτικος, -η, -ο επαρχιώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία ή στον επαρχιώτη
2. αυτός που ταιριάζει σε επαρχιώτες («επαρχιώτικες συνήθειες»).