επαρχιώτικος
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Greek Monolingual
-ή, -ό και επαρχιώτικος, -η, -ο επαρχιώτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία ή στον επαρχιώτη
2. αυτός που ταιριάζει σε επαρχιώτες («επαρχιώτικες συνήθειες»).