επαρωγός
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
ἐπαρωγός, -όν (Α)
βοηθός, επίκουρος («οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ' αὐγάς ήελίοιο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγός «βοηθός»].