Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
ἐπαρωγός, -όν (Α)βοηθός, επίκουρος («οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ' αὐγάς ήελίοιο», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγός «βοηθός»].