επενέργεια
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek Monolingual
η
επίδραση («επενέργεια του φωτός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Σέργιο Μακραίο].