ἐπιβιβρώσκω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A eat with a thing, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως (aor. 2) Call.Jov.49; ἐπιβεβρωμένος eaten off at the top, Gal.14.74; -βρωθέντα eaten afterwards, Dsc.Eup.2.140.

German (Pape)

[Seite 929] (s. βιβρώσκω), dazu essen, in tmesi, Callim. Iov. 49. (s. βιβρώσκω), noch dazu essen, Galen. Als Tmesis rechnet man Callim. Iov. 49 hierher.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβιβρώσκω: τρώγω τι μετ’ ἄλλο, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως (ἀόρ. β') Καλλ. εἰς Δία 49: - μετοχ. παθ. πρκμ. ἐπιβεβρωμένος, τῆς πόας ἐπιβεβρωμένης… ὑπὸ τῶν καμήλων Γαλην. τ. 14. σ. 74, 10.

Greek Monolingual

ἐπιβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βιβρώσκω «τρώγω»].