επίξενος
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
Greek Monolingual
ἐπίξενος, ὁ (Α) ξένος
1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης
2. (γενικά) ξένος
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος».