ἐπίμυκτος

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ον, (ἐπιμύζὠ

   A scoffed at, Thgn.269.

German (Pape)

[Seite 964] verhöhnt, Theogn. 269. Vgl. ἐπιμύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμυκτος: -ον, (ἐπιμύζω) ὁ ἐπιμυκτηριζόμενος, Θέογν. 269 (διάφ. γραφ. ἐπίμικτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bafoué.
Étymologie: ἐπιμύζω.

Greek Monolingual

ἐπίμυκτος, -ον (Α)
αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»].