ἐπίμυκτος
From LSJ
English (LSJ)
ἐπίμυκτον, (ἐπιμύζὠ scoffed at, Thgn.269.
German (Pape)
[Seite 964] verhöhnt, Theogn. 269. Vgl. ἐπιμύζω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bafoué.
Étymologie: ἐπιμύζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμυκτος: -ον, (ἐπιμύζω) ὁ ἐπιμυκτηριζόμενος, Θέογν. 269 (διάφ. γραφ. ἐπίμικτος).
Greek Monolingual
ἐπίμυκτος, -ον (Α)
αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»].
Greek Monotonic
ἐπίμυκτος: -ον (ἐπιμύζω), γελασμένος, αξιογέλαστος, σε Θέογν.