επισκέπτης
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
ο (θηλ. επισκέπτρια) (AM ἐπισκέπτης)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που επισκέπτεται χώρο εκθέσεων, μουσείο κ.λπ. («οι επισκέπτες της εκθέσεως»)
2. αυτός που επισκέπτεται κάποιον στο σπίτι ή στο γραφείο του
νεοελλ.
τεχνίτης της υπηρεσίας έλξεως σιδηροδρόμου που επιθεωρεί τα οχήματα πριν από την εκκίνηση
αρχ.
1. επιθεωρητής, επόπτης
2. αυτός που ερευνά για να διαπιστώσει κάτι
3. αυτός που φέρνει χαιρετισμούς από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκέπτομαι. Η λ. επισκέπτρια μαρτυρείται από το 1874 στον Ιω. Παπαδιαμαντόπουλο].