ἐπίτεκνος

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A capable of bearing children, fruitful, Hp.Aph.5.62.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτεκνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ δυναμένη νὰ τεκνοποιήσῃ, γόνιμος, Ἱππ. Ἀφ. 1255.

Greek Monolingual

ἐπίτεκνος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που μπορεί να γεννήσει παιδιά, η γόνιμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέκνον.