έποικτος
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Greek Monolingual
ἔποικτος, -ον (Α) οίκτος
αξιολύπητος.
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
ἔποικτος, -ον (Α) οίκτος
αξιολύπητος.