ερανίζομαι
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Greek Monolingual
(AM ἑρανίζομαι και ἐρανίζω) έρανος
συγκεντρώνω χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον
μσν.- νεοελλ.
συγκεντρώνω περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και κείμενα
αρχ.-μσν.
1. ζητώ χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», Δημοσθ.)
2. δανείζομαι άτοκα
3. μαζεύω με παρακάλια κάτι που μού είναι χρήσιμο («ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα ψευδῆ», Αισχίν.)
4. μαζεύω χρήματα («οὗτος καὶ Πρόδικος ὁ Κεῑος λόγους ἀναγινώσκοντες ἠρανίζοντο», Διογ. Λαέρ.)
5. συσσωρεύω, παίρνω ως δάνεια.