ερεισματικός

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό έρεισμα
αυτός που χρησιμεύει ως στήριγμα («ερεισματική δοκός» — το δοκάρι που χρησιμεύει ως υποστήριγμα, σε οικοδομικές ή άλλες κατασκευές).
επίρρ...
ερεισματικώς
με τρόπο που παρέχει υποστήριγμα.