ερημοσκόπος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐρημοσκόπος, ὁ (Α)
1. αυτός που φρουρεί σε ερημικό τόπο
2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που φρουρεί αμελώς, με ραθυμία («ἐρημοσκόπους
τοὺς ῥαθύμους φυλάττοντας», Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + σκοπός.