ἑπτάλυχνος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
German (Pape)
[Seite 1012] λυχνία, mit sieben Leuchten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάλυχνος: -ον, ἔχων ἑπτὰ λύχνους, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἑπτάλυχνος, -ον (AM)
με επτά λύχνους.