ερεισίνωτο

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

το
η ράχη του καθίσματος, το πίσω μέρος του καθίσματος, όπου ακουμπά η πλάτη του καθισμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρεισις «στήριξη» (< ερείδω) + νώτον «πλάτη»].