Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
-η, -ο
αυτός που σε άλλα μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα χρυσός, ο χρυσοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χρυσός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].