εστεμμένος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που φοράει στέμμα, βασιλικό διάδημα
2. το αρσ. ως ουσ. ο εστεμμένος
ο βασιλιάς
3. αυτός που βραβεύθηκε με στεφάνι, ο στεφανωμένος, ο βραβευμένος («εστεμμένος αθλητής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. μέσ. παθ. παρακμ. του ρ. στέφω.