ἑστιατορία

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ἡ,

   A allowance of food, LXX4 Ki.25.30.    2 feast, ib.Da.5.23 ; ἑ. γερδίων PTeb.584 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1044] ἡ, = ἑστίασις, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστιᾱτορία: ἡ, τροφῆς ἐπιχορήγησις, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 30), ἴδε Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ἑστιατορία, ἡ (Α) εστιάτωρ
1. επιχορήγηση τροφής
2. δειπνητήριο
3. γιορτή με ευωχία.