ἑστιατορία

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστιᾱτορία Medium diacritics: ἑστιατορία Low diacritics: εστιατορία Capitals: ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ
Transliteration A: hestiatoría Transliteration B: hestiatoria Transliteration C: estiatoria Beta Code: e(stiatori/a

English (LSJ)

ἡ,
A allowance of food, LXX 4 Ki.25.30.
2 feast, ib.Da.5.23; ἑ. γερδίων PTeb.584 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1044] ἡ, = ἑστίασις, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστιᾱτορία: ἡ, τροφῆς ἐπιχορήγησις, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 30), ἴδε Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ἑστιατορία, ἡ (Α) εστιάτωρ
1. επιχορήγηση τροφής
2. δειπνητήριο
3. γιορτή με ευωχία.