ετυμολογώ
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐτυμολογῶ, -έω) ετυμολόγος
αναλύω μια λέξη και βρίσκω την ετυμολογία της («Πλάτων δ' ἐν κρατύλῳ ἐτυμολογῶν τὸν οἶνον οἰόνουν αὐτόν φησιν εἶναι», Αθήν.)
συνάγω, συμπεραίνω κάτι από την ετυμολογία.
(ΑΜ ἐτυμολογῶ, -έω) ετυμολόγος
αναλύω μια λέξη και βρίσκω την ετυμολογία της («Πλάτων δ' ἐν κρατύλῳ ἐτυμολογῶν τὸν οἶνον οἰόνουν αὐτόν φησιν εἶναι», Αθήν.)
συνάγω, συμπεραίνω κάτι από την ετυμολογία.