εὐβρεχής
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
German (Pape)
[Seite 1058] ές, wohl benetzt, eingeweicht, Nic. Al. 298, v. l. εὐβραχής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐβρεχής: -ές, καλῶς βεβρεγμένος, Νικ. Ἀλ. 298· διάφ. γραφ. εὐβραχής.
Greek Monolingual
εὐβρεχής, -ές (Α)
ο βρεγμένος καλά.