εὐέρκεια

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ἡ,

   A security, Pl.Lg.778c, 779b.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, gute Befestigung, Verwahrung, Plat. Legg. VI, 778 c 779 d, wo die vulg. εὐερκία.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέρκεια: ἡ, ἀσφάλεια, Πλάτ. Νόμ. 778C, 779Β· διάφ. γραφ. εὐερκία.

Greek Monolingual

εὐέρκεια και εὐερκία, ἡ (Α) ευερκής
η ασφάλεια.